Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Υπάρχει «καλή δραχμή»; του Μισέλ Ίσον



Μικρή συμβολή στη δημόσια συζήτηση για την Ελλάδα
Η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Τσίπρα μπροστά στα τελεσίγραφα της τρόικας είναι μια επώδυνη ήττα για όλους τους οπαδούς μιας πολιτικής εναλλακτικής στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα που επικρατεί στην Ευρώπη. Μπορούμε να θυμίσουμε σύντομα και όχι με ιεραρχική σειρά της αιτίες αυτής της ήττας: υποτίμηση της βιαιότητας των «θεσμών», αυτού του μίγματος οικονομικού φανατισμού και πολιτικής βούλησης, που αποβλέπει στην καταπολέμηση κάθε εναλλακτικής πολιτικής· απουσία προετοιμασίας των υλικών όρων μιας ρηκτικής διαδικασίας, η οποία κυρίως περνά από τη μονομερή παύση των πληρωμών των τοκοχρεολυσίων του δημόσιου χρέους· μη διαμόρφωση ευνοϊκού συσχετισμού δύναμης στο ιδεολογικό πεδίο μέσα στην ίδια τη χώρα, που είναι απαραίτητος για μια τέτοια ρήξη· ανικανότητα αξιοποίησης της δυναμικής του «όχι» στο δημοψήφισμα, που, με μια λογική εθνικής ενότητας, οδήγησε στην υιοθέτηση μέτρων τα οποία η κυβέρνηση είχε ζητήσει από τους πολίτες να απορρίψουν· απουσία πολιτικής ανταπόκρισης από την πλευρά άλλων κυβερνήσεων και υποτονική στήριξη από την πλευρά του κοινωνικού κινήματος.

ΤΙΝΑ και από τους οπαδούς της εξόδου;
Το συμπέρασμα που συχνά συνάγεται από αυτή τη διαπίστωση, είναι ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πολιτική που να μπορεί να εφαρμοστεί εντός της ευρωζώνης. Για τον Στάθη Κουβελάκη, «έχει γίνει φανερό ότι δεν είναι δυνατή η ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες μνημονιακές πολιτικές λιτότητας παραμένοντας στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Πρόκειται για μια αυταπάτη που κοστίζει πολύ ακριβά. Η ιδέα του “καλού ευρώ” και της “παρακίνησης της Ευρώπης”, η επίμονη άρνηση ενός σχεδίου Β και ο εγκλεισμός σε μια εξαντλητική διαδικασία διαπραγμάτευσης οδήγησαν στην πιο μεγάλη καταστροφή για την ευρωπαϊκή αριστερά που στοχεύει στον κοινωνικό μετασχηματισμό από την εποχή της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ.»
Ο Ζακ Σαπίρ καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: «Στην πραγματικότητα, δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε αλλαγή της ΕΕ εκ των έσω. Η “ριζοσπαστική αριστερά” οφείλει να θέσει ως πρώτο στόχο τη ρήξη, τουλάχιστο με τους θεσμούς που το περιεχόμενό τους είναι νεοαποικιακό, δηλαδή τους θεσμούς της ευρωζώνης, και οφείλει να σκεφτεί ποιες συμμαχίες μπορεί να συνάψει με βάση αυτό το στόχο. Η ώρα της επιλογής έχει φτάσει γι’ αυτήν: ή θα προχωρήσει στη ρήξη ή θα καταδικαστεί στην εξαφάνιση».
Είναι πιθανό να μην απομένει σήμερα άλλη επιλογή από την έξοδο από την ευρωζώνη. Αυτό μπορεί να το συζητήσουμε. Όμως αυτό δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να συναγάγουμε από εδώ ένα νέο στρατηγικό προσανατολισμό για την Ευρώπη στο σύνολό της. Αυτή η διλημματική τοποθέτηση του ζητήματος –ή κάποια μορφή συνθηκολόγησης ή έξοδος από την ευρωζώνη– είναι μια αφυδατωμένη σύλληψη του προβλήματος, που εξαφανίζει όλα τα ενδιάμεσα στοιχεία οικοδόμησης του συσχετισμού δύναμης.
Μόνη εναλλακτική το Grexit;
Υπό το φως της ελληνικής εμπειρίας πολλοί σήμερα συντάσσονται με την έξοδο από την ευρωζώνη σαν τη μόνη εναλλακτική οδό. Αυτό όμως, για μια ακόμη φορά, καταλήγει στη σύγχυση δύο πεδίων δημόσιας συζήτησης: το ένα αφορά την Ελλάδα σήμερα, το άλλο είναι πιο γενικό και αφορά τη στρατηγική ρήξης στην Ευρώπη.
Θα ήθελα να θυμίσω μια κριτική που έχω δεχθεί στη θέση μου αυτή: «Ενδιαφέρουσα άποψη, αλλά γιατί πάντοτε τοποθετείστε κατά της εξόδου από την ευρωζώνη; Φαίνεται σαν να χρειάζεστε πάρα πολύ χρόνο, για να κατανοήσετε ότι το ευρώ και τα προγράμματα προσαρμογής που επιβάλλονται στην Ελλάδα πάνε μαζί. Η άποψή σας δεν έχει συνοχή». Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ήμουν «κατά της εξόδου από την ευρωζώνη». Παραθέτω προς απόδειξη ένα απόσπασμα άρθρου μου, που δημοσιεύτηκε ήδη το 2011: «Η έξοδος από την ευρωζώνη δεν είναι πια μέσα σ’ αυτό το σχήμα ένα προαπαιτούμενο. Αντίθετα, είναι ένα όπλο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έσχατη καταφυγή. Η ρήξη θα έπρεπε μάλλον να γίνει σε δύο σημεία, που θα μπορούσαν να παράσχουν πραγματικά περιθώρια χειρισμού: εθνικοποίηση τραπεζών και ακύρωση του χρέους».
Κεντρικό ζήτημα το χρέος
Το ζήτημα – κλειδί για την Ελλάδα είναι ο μη διαχειρίσιμος χαρακτήρας του χρέους. Τα μέτρα που χρειάζονται πρώτα απ’ όλα για να αντιμετωπιστεί, είναι ένα μονομερές μορατόριουμ πληρωμών και κατόπιν μια ολική ή μερική διαγραφή του χρέους. Αλλά αυτά τα μέτρα δεν απαιτούν έξοδο από την ευρωζώνη. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω πώς μπορεί να υπάρξει λογική σχέση ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο τύπους μέτρων.
Ας υποθέσουμε ότι η Ελλάδα βγαίνει από την ευρωζώνη. Πρώτη εκδοχή: εξακολουθεί να καταβάλλει τις δόσεις χρέους. Δεν είναι λογικό θα πει κάποιος, αλλά πολλοί συνήγοροι της εξόδου από την ευρωζώνη παραδόξως δεν αποκλείουν ρητά αυτή την εκδοχή. Αν το χρέος έπρεπε να αποπληρωθεί σε ευρώ, το πραγματικό βάρος του (σε δραχμές) θα μεγάλωνε εξαιτίας της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος. Αν αποπληρωνόταν σε δραχμές, αυτό θα σήμαινε μερική διαγραφή του, κατά 20%, εάν, για παράδειγμα, η δραχμή υποτιμηθεί κατά 20%. Όμως αυτή η εκδοχή νομικά αποκλείεται.
Οπωσδήποτε, οι πιστωτές δεν θα αποδέχονταν αυτή την εξέλιξη, χωρίς να αντιδράσουν επιβάλλοντας αντίποινα με τη μέθοδο των κερδοσκοπικών επιθέσεων κατά του νέου νομίσματος. Αυτή η ίδια παρατήρηση ισχύει και στη δεύτερη περίπτωση, όταν η έξοδος από την ευρωζώνη συνοδεύεται –λογικά– με διαγραφή του χρέους ολική ή μερική. Όπως επισημαίνει ο Γιάννης Μηλιός, είναι εύκολο να φανταστείς «μια κατάσταση όπου η Ελλάδα, με το που θα βγει από την ευρωζώνη, δεν θα μπορεί να βρει τα αναγκαία αποθεματικά, ώστε να στηρίξει τη συναλλαγματική αξία του νέου νομίσματος και θα χρειαζόταν να δανειστεί από χώρες της ευρωζώνης ή εκτός αυτής. Όμως, κάθε δάνειο στη σημερινή φάση του καπιταλισμού οδηγεί σε πρόγραμμα λιτότητας. Πώς, λοιπόν, θα χρηματοδοτηθεί η χώρα, για να στηρίξει τη συναλλαγματική αξία του νέου νομίσματος;»
Το ζήτημα του εξωτερικού ισοζυγίου
Οι πιστωτές, συνεπώς, θα είναι πάντοτε παρόντες και το πέρασμα στη δραχμή θα τους έδινε ένα βαρύ όπλο. Το όπλο αυτό θα έχανε την αποτελεσματικότητά του μόνο αν οι εξωτερικές συναλλαγές της Ελλάδας είχαν ισοσκελισμένο ισοζύγιο. Εδώ έρχεται το δεύτερο επιχείρημα υπέρ της εξόδου από την ευρωζώνη: χάρη στην υποτίμηση του νέου νομίσματος οι εξαγωγές θα αυξάνονταν απότομα και το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών να ισορροπούσε.
Ωστόσο, σ’ αυτό το σενάριο ξεχνάμε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας: κάθε επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας θα μεταφραζόταν σε αύξηση των εισαγωγών κυρίως ειδών διατροφής, φαρμάκων και πετρελαίου (που οι τιμές του θα επιβαρύνονταν λόγω της υποτίμησης). Μπορεί και πρέπει προφανώς να υιοθετηθεί βιομηχανική και αγροτική πολιτική που ελαχιστοποιεί αυτή την εξάρτηση, αλλά τα αποτελέσματά της δεν θα είναι άμεσα ορατά.
Οι ταξικοί συσχετισμοί δεν αλλάζουν με το νόμισμα
Το άλλο πράγμα που ξεχνάμε είναι ότι προτεραιότητα των καπιταλιστών είναι η ανόρθωση των κερδών τους. Η πρόσφατη πείρα δείχνει ότι η πτώση των μισθών στην Ελλάδα δεν μεταφράστηκε σε πτώση των τιμών, αλλά σε διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους στα εξαγόμενα εμπορεύματα, σε τέτοιο σημείο που η Κομισιόν αναρωτήθηκε για το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο. Το σημείο αυτό είναι σημαντικό: μετατρέποντας το θέμα του νομίσματος στο άλφα και το ωμέγα του ελληνικού ζητήματος, ξεχνάμε ολοκληρωτικά τους ταξικούς συσχετισμούς εντός της ελληνικής κοινωνίας. Η έξοδος από την ευρωζώνη από μόνη της δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη δομή της ολιγαρχίας.
Ένα πλεονέκτημα της εξόδου θα ήταν η δυνατότητα χρηματοδότησης του δημοσιονομικού ελλείμματος από την κεντρική τράπεζα, δηλαδή ανεξάρτητα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση η έξοδος από την ευρωζώνη δεν αποτελεί προαπαιτούμενο όρο για την αναζήτηση άλλων τρόπων χρηματοδότησης. Η εθνικοποίηση των τραπεζών θα μπορούσε να είναι ένας άλλος πιθανός δίαυλος χρηματοδότησης, ή ακόμα η ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου επί της κεντρικής τράπεζας. Θα ήταν μια άλλη μορφή ρήξης, που δεν έχει να κάνει με την επίκληση ενός «καλού ευρώ».
Ο κίνδυνος μιας ακόμη ευκολίας
Οι οπαδοί της εξόδου από την ευρωζώνη κατάφεραν να περιορίσουν τη συζήτηση στα στενά πλαίσια αυτής της διλημματικής επιλογής: ένα ειδυλλιακό «καλό ευρώ» ή έξοδος από την ευρωζώνη; Ο απολογισμός από την ελληνική εμπειρία οδηγεί στον περιορισμό της συζήτησης για στρατηγικής σημασίας ζητήματα σ’ αυτό το διλημματικό ερώτημα. Αυτό είναι κατανοητό, αλλά πρόκειται για μια ευκολία.
Στη δραματική κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, δεν υπάρχει ήρεμη διέξοδος. Η έξοδος από την ευρωζώνη για την Ελλάδα σήμερα θα μπορούσε να έχει μικρότερο κόστος από την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, που είναι τρομερότερο από τα προηγούμενα. Δεν θα είναι, όμως, ανθόσπαρτος δρόμος, κι αυτό πρέπει να το πούμε εντίμως. Υπάρχει ο κίνδυνος να τη θεωρήσουμε σαν λύση για όλα τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, είτε πρόκειται για τις παραγωγικές δομές είτε για την εξουσία της ολιγαρχίας.
Η έξοδος από την ευρωζώνη παρουσιάζεται πάντοτε σαν ένα είδος μαγικού ραβδιού, που επιτρέπει να αποφύγουμε την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, καθώς και τις εσωτερικές αντιθέσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Λες και η έξοδος αυτή θα ισοδυναμούσε με έξοδο από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι πλούσιοι της Ελλάδας δεν θα έπαυαν να φοροδιαφεύγουν επειδή θα έβγαινε η χώρα από το ευρώ. Ούτε οι έλληνες εφοπλιστές θα αποδέχονταν να χρηματοδοτήσουν με τους φόρους τους το συνταξιοδοτικό σύστημα.
Οι ταξικές σχέσεις δεν μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα
Αυτή η προσήλωση στο ζήτημα του νομίσματος είναι επικίνδυνη, στο βαθμό που θέτει σε δεύτερη μοίρα μια σειρά από ζητήματα που σχετίζονται με τις ταξικές σχέσεις, οι οποίες ισχύουν πάνω από σύνορα. Η Ελλάδα δεν είναι ένα «προλεταριακό κράτος» υπό το ζυγό του ευρώ, είναι ένας κοινωνικός σχηματισμός που δομείται γύρω από τις ταξικές σχέσεις. Το σύνολο των κεφαλαίων που διέφυγαν τα τελευταία δέκα χρόνια είναι της ίδιας τάξης μεγέθους με το σύνολο του ελληνικού χρέους. Αυτό δεν έχει να κάνει με το ευρώ και την επιστροφή στη δραχμή. Τίποτε δεν θα άλλαζε με τη μια ή την άλλη επιλογή. Αντίθετα, θα επέτρεπε στα διαφυγόντα κεφάλαια να επιστρέψουν κατά ένα μέρος, για να πραγματώσουν την υπεραξία που θα αποκτούσαν σε περίπτωση υποτίμησης του νέου νομίσματος.
Οι οπαδοί της εξόδου από την ευρωζώνη θα ανταπαντούσαν ότι θα είχαμε άλλα πλεονεκτήματα, όπως η δυνατότητα μιας φορολογικής μεταρρύθμισης. Όμως αυτά τα στοιχεία τού προγράμματος πέρασαν σε δεύτερη μοίρα και είναι εξάλλου δύσκολο να αποδειχθεί ότι η έξοδος από την ευρωζώνη θα διευκόλυνε την εφαρμογή τους. Αντί να προσάπτουμε στον Τσίπρα ότι δεν προετοίμασε ένα σχέδιο Β, όπως η έξοδος από την ευρωζώνη, θα έπρεπε να τον κατηγορούμε γιατί δεν επέβαλε έλεγχο κεφαλαίων από την πρώτη μέρα, πράγμα που απέκλεισε για να διαβεβαιώσει τους θεσμούς για την καλή θέλησή του.
Η πραγματικότητα και η αξιωματική λογική
Η επιχειρηματολογία υπέρ της εξόδου από την ευρωζώνη στηρίζεται τελικά σε ένα αξίωμα που διατυπώθηκε κατά βάση από τον Ζακ Σαπίρ πρόσφατα: «Τα ζητήματα του νομίσματος και της παύσης πληρωμών είναι στενά συνδεδεμένα». Ο Σαπίρ συντάσσει τον κατάλογο των προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη: 1ο το ζήτημα των αποθεματικών της κεντρικής τράπεζας, 2ο το ζήτημα της ρευστότητας, 3ο το ζήτημα του χρέους, 4ο το ζήτημα των εμπορικών τραπεζών. Υπογραμμίζει δε ότι είναι «πολύ σημαντικό η ελληνική κυβέρνηση να αναγγείλει την παύση πληρωμών την ίδια στιγμή που θα πάψει το ευρώ να είναι το νόμιμο νόμισμα στο ελληνικό έδαφος».
Αυτή η ταυτόχρονη απόφαση εγκατάλειψης του ευρώ και παύσης πληρωμών είναι αμφισβητήσιμη. Ο συλλογισμός λογικά θα έπρεπε να έχει διαφορετική ακολουθία: πρώτα η στάση πληρωμών, γιατί είναι αναγκαίος όρος για τον αναπροσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας, κατόπιν τα συνοδευτικά μέτρα αυτής της πράξης, δηλαδή η εθνικοποίηση των τραπεζών, ο έλεγχος της κεντρικής τράπεζας, ο έλεγχος κεφαλαίων, η πιθανή έκδοση παράλληλου νομίσματος. Είναι ένα πρόγραμμα με συνοχή, που συνεπάγεται θεμελιώδεις ρήξεις με τους ευρωπαϊκούς κανόνες του παιχνιδιού, αλλά δεν προϋποθέτει έξοδο από την ευρωζώνη.
Η αναγκαιότητα της εξόδου οφείλει να αποδειχθεί
Η έξοδος από την ευρωζώνη δεν συνιστά από μόνη της πρόγραμμα. Δεν είναι παρά ένα εργαλείο που ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί. Η αναγκαιότητά του πρέπει να αποδειχθεί, δεν αρκεί η γοητεία του. Η φετιχοποίηση του νομίσματος προκαλεί αστάθεια στη διαδικασία συγκρότησης ενός τέτοιου προγράμματος, διαμορφώνει αυταπάτες περί «καλής δραχμής», που αξίζουν όσο και οι φαντασιώσεις περί «καλού ευρώ» και υποβιβάζει τα κοινωνικά προβλήματα σε μια εθνικο-νομισματική λογική.
Ο Γιάννης Μηλιός, πρώην υπεύθυνος του ΣΥΡΙΖΑ για τα οικονομικά ζητήματα, το εξηγεί πολύ καλά: «Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος να πάψει το κοινωνικό κίνημα που αντιτίθεται στο νεοφιλελευθερισμό και τον καπιταλισμό, επειδή η Ελλάδα έχει το ευρώ για νόμισμα. Όμως, οφείλουμε να ξεκινήσουμε από αυτό το κίνημα και όχι το αντίθετο. Είναι ο λόγος για τον οποίο θεωρώ ότι το ζήτημα της εξόδου από την ευρωζώνη είναι δευτερεύον. Από μια άποψη, που δεν είναι θεωρητική αλλά πολιτική (γιατί σχετίζεται με τη μεταβολή του συσχετισμού πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων), θεωρώ το ευρώ ως ψευδοπρόβλημα. Δεν μετέχω στις συζητήσεις περί νομίσματος, γιατί παραμερίζουν το κύριο ζήτημα, το οποίο είναι η ανατροπή τής μακροπρόθεσμης στρατηγικής των ελλήνων και ευρωπαίων καπιταλιστών που ευνοεί τη λιτότητα».
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο alencontre.org στις 27 Ιουλίου 2015.
πηγή: Εποχή